Ο Μάης του Παναγιώτη Λαζαρόπουλου απο το βιβλίο του "Η Χρυσοβίτσα Χθες και Σήμερα"

Φωτογραφία του χρήστη Σύνδεσμος Χρυσοβιτσάνων Ξηρομερου.
Ο
Μάης είναι ο πιο καλοδεχούμενος μήνας του χρόνου. Σχολιαρούδια σαν είμασταν, μας έπαιρνε ο δάσκαλος και μας πήγαινε στην εξοχή, να τον προαπαντήσουμε, αφού μας είχε προετοιμάσει κατάλληλα και μας είχε εξάψει τη φαντασία. Τι μας είχε πει για τα λουλούδια και τα πλουμιστά χαλιά που έστρωνε η γη πάνω της για να γιορτάσει τον ερχομό του. Τι για τις μέλισσες που ζουζούνιζαν πάνω τους κι ένα-ένα τα χαιρετούσαν κι έσκυβαν πάνω τους να τους πάρουν το γλυκόχυμο το νέκταρ και να φτιάξουν το γλυκό και μυρωδάτο μέλι, τι για τα πουλάκια που μαγεμένα απ’ τις ομορφιές και μεθυσμένα απ’ τα αρώματα, σήκωναν τ’ αψηλού τις γλυκόηχες μελωδίες τους ως τα πλάτη τ’ ουρανού, υμνώντας τον πλάστη του παντός, σ’ αυτό το μεγάλο πανηγύρι της χαράς.
Και πόσα τραγούδια που μιλούσαν για το Μάη, αυτόν που ανοίγει και τις ναρκωμένες αισθήσεις, που δίνει δύναμη στον αγρότη να παλέψει με τη γη, του εργάτη να ανασκουμπωθεί να χτυπήσει το σίδερο και να ζυμώσει την ύλη, του τεχνίτη να σμιλέψει και να ντύσει όμορφα το έργο των χεριών του, το βοσκό με τη φλογέρα του να μερώνει και να μερακλώνει τα ζωντανά του, τον ποιητή, οιστρηλατημένο απ’ τις ομορφιές της φύσης, να τις πλέκει πανώριους ύμνους και να υψώνει δοξαστικά στο Ουράνιο Πατέρα του σύμπα-ντος. Ο Μάιος μας έφτασε! Εμπρός βήμα ταχύ,
να τον προαπαντήσουμε παιδιά στην εξοχή.
Λουλούδια ας διαλέξουμε και ρόδα και κρίνα
κι ελάτε να πλέξουμε στεφάνια μ’ εκείνα.
Στο Μάη που σήμερα προβάλλει στη γη.
Χορεύει το πρόβατο τ’ αρνάκι βελάζει
κι απ’ το αγριάγκαθο δροσούλα σταλάζει.
Στο Μάη που σήμερα προβάλλει στη γη.
Καλώστονε το Μάη το Χρυσομάη
με τ’ άνθη στολισμένος ήρθες πάλι,
Μάη Χρυσομάη, Μάη με τις δροσιές
Μάη Χρυσομάη με τσ’ άσπρες φορεσιές.
Βέβαια τις άσπρες φορεσιές δεν τις φορούσε ο Μάης κι ούτε οι φτωχοί αγρότες, που το σκούρο ντρίλι ήταν καθημερινή ντυμασιά τους. Στις πόλεις, όμως, εκείνους τους καιρούς στα αισθήματα των κατοίκων τους βασίλευε ένας τρυφερός ρομαντισμός, που ανακατεύονταν με κάθε λογής ευαισθη-σίες, και μια πτυχή τους ήταν και η καλή εμφάνιση, η κομψότητα, όπως την έλεγαν. Μια όψη του ρομαντισμού ήταν η συστολή, η νοσηρή ντροπή που έκανε τους νέους, κυρίως, να κρύβουν, να μην τολμούν να εκδηλώσουν τα αισθήματα, που τα έσερναν μέσα τους κρυμμένα ολοζωής και τα ’παιρναν μαζί τους στον άλλο κόσμο. Η καλή εμφάνιση, μαζί κι οι καλοί τρόποι ήταν, θα λέγαμε, το μέσον να νικήσουν, να ξεπεράσουν αυτές τις αδυναμίες. Ήταν ο από μηχανής Θεός που προχωρούσε πάνω απ’ τους δισταγμούς.
– Τι ωραίο το φόρεμά σου!
– Ε, και το σακάκι το δικό σου με το θαυμάσιο παπιγιόν δεν πάει πίσω. Αλήθεια πώς τα καταφέρνεις να είσαι πάντα σικάτος;
– Καλοσύνη σου που μίλησες για την ταπεινότητά μου. Γλυκός πάντα ο λόγος σου αν και λίγο παρατονισμένος. Ευχαριστώ σε από καρδιάς.
Εκείνη τώρα με την σειρά της θα δίπλωνε τις κολακείες της, εκείνος θα έβαζε τα δυνατά του να την ξεπεράσει και, λυμένες πια οι γλώσσες δεν είχαν σταματημό. Έτσι το άσπρο φόρεμα και το καλό κοστούμι, άσπρο κι αυ-τό, έδιναν το έναυσμα, για το ξεκίνημα και το αίσιο πέρας.
Δεν ήταν κι άσχημες εκείνες οι εποχές που ξεχείλιζαν από αθωότητα κι έκαναν τους ανθρώπους σεμνούς και την αγάπη ιδανικό. Πού να την συγκρίνουμε με τη σημερινή εποχή με τα άγρια ήθη, τους ξεγυμνωμένους από αισθήματα, σαν άδεια βαρέλια ανθρώπους, που το μόνο που ξέρουν είναι να θορυβοποιούν και να θεωρούν πιο φτηνό πράγμα στον κόσμο τη ζωή. Τώρα, όμως, έχουμε Μάη, είμαστε μέσα στο Μάη. Ζούμε παρέα με τους ανθούς, την ομορφιά και το άρωμά τους. Ας ξεχάσουμε όλα τ’ άλλα και ας απολαύσουμε την ομορφιά τους. Σε λίγο ο ήλιος του καλοκαιριού θα τα μα-ράνει κι η ερημιά θα κατασκηνώσει πάλι μέσα μας. Ας σκύψουμε πάνω τους και με βαθιές εισπνοές, ας αποταμιεύσουμε μέσα μας, τα καλά δώρα που μας προσφέρουν. Και –πού ξέρεις–, αν κρατήσουμε κάτι από την ευαισθησία τους, ίσως μαλακώσει κι η ξεραΐλα, που εδώ και κάποια χρόνια, μόνιμα κόλλησε στις καρδιές. Κι άθελα μου έρχονται στο νου οι στίχοι του ποιητή:
Αγαπάτε τα άνθη, αγαπάτε τα δάση
κάθε αγνό λουλουδάκι, κάθε πράσινο φύλλο
που καλύτερο άλλο θε να βρείτε στην πλάση
και πιστότερο φίλο.
Αλήθεια τι άλλο παραστέκει και συντροφεύει τη ζωή μας πιστότερα απ’ τα λουλούδια και τα δάση; Και τι μας προσφέρουν! Αγαθά ανεκτίμητα. Μας προσφέρουν ομορφιά. Τι κυνηγάμε στη ζωή; Όμορφες στιγμές, όμορφο σπίτι. Πώς; Χωρίς λουλούδια; Γίνεται; Από πού φαίνονται και ξεχωρίζουν οι καλές νοικοκυρές; Απ’ τα καλοσυγυρισμένα σπίτια, απ’ τις ασπρισμένες αυλές κι απ’ τα λουλούδια που πλημμυρίζουν τους χώρους τους. Χωρίς αυτά η ζωή γίνεται άχαρη κι άνοστη και διώχνει τον επισκέπτη και το γείτονα. Άν-θρωπος που δεν αγαπά τα λουλούδια, δεν κρύβει κανένα καλό αίσθημα μέσα του.
Στους γάμους και στις γιορτές απαραίτητο στολίδι το λουλούδι. Το κρέας μπορεί να λείψει. Το λουλούδι, όμως, ποτέ κι η καλύτερη ευχή στους νιόπαντρους: ο βίος ανθόσπαρτος. Και τους πεθαμένους πάλι με λούλουδα τους φορτώνουν και στολίζουν μόνιμα τους τάφους τους. Κι απ’ τον πιο φτωχό τάφο δε λείπει το τριαντάφυλλο. Βλέπουμε, λοιπόν, πόσο στενά είναι συνδεδεμένο με τον άνθρωπο, τη μοίρα και τη ζωή του το λουλούδι, που όσο ταπεινό κι αν είναι, δεν του λείπει η ομορφιά και η ευωδιά.
Τι να πούμε και για τα δέντρα, που χρωστάμε την ίδια μας την ύπαρξη. Τους χρωστάμε πρώτα το οξυγόνο, που χωρίς αυτό δεν υπάρχει ζωή. Πάρτε το ψάρι έξω απ’ τη θάλασσα. Χτυπιέται και σπαρταρά και σβήνει στη στιγμή. Γιατί του έλειψε το οξυγόνο, που το παίρνει μόνο μέσα απ’ το νερό. Το ίδιο παθαίνει κι ο άνθρωπος, αν τον κλείσουμε σ’ ένα θάλαμο, χωρίς οξυγόνο. Μας δίνουν, όμως, και το νερό, το ίδιο απαραίτητο για τη ζωή. Στην έρημο, που δεν υπάρχουν δένδρα, δεν υπάρχει και ζωή. Αμ’ και το αεράκι που κατεβαίνει απ’ τα διάσελα και παίρνει και μας φέρνει απ’ τα δάση τη δροσιά και μας τη χαρίζει απλόχερα, στις καυτές μέρες του καλοκαιρού, αυτό αγοράζεται με τίποτε; Είναι κάποιες τέτοιες ώρες, που ο μοναχοφάγος και πλεονέκτης άνθρωπος νιώθει πως υπάρχουν και κάποια άλλα αγαθά ακριβότερα απ’ το χρήμα.
Έχουμε ακόμα να πούμε και για τη σκιά, πολύτιμη για τους παλιούς στρατοκόπους, που έκαναν διασίδι ολημερίς τις στράτες. Αυτή η σκιά πάντα παραστέκει στον άνθρωπο, τον ζωογονεί και τον βοηθά να περνά ευχάριστα τις ώρες και τις μέρες του. Αν αμφιβάλλετε ρωτήστε τον πλάτανο του Παπά-Φώτη, δίπλα στην εκκλησιά κι ακούστε προσεκτικά όσα έχει να σας πει και να σας ιστορήσει. Τα χωριά που πνίγονται στα δέντρα και κολυμπούν στα δάση, δεν καταλαβαίνουν πότε ήρθε και πότε πέρασε το καλοκαίρι. Είναι σύμμαχός σας το δάσος. Δείξτε του και σεις την αγάπη σας, προστατέψτε το απ’ τους εχθρούς τους. Σκεφτείτε πως όταν χάνεις ένα σύμμαχο αυτόματα διπλασιάζεις τους εχθρούς σου. Μέρες ολόκληρες και μήνες δεν θα ’φθανα να γράφω για τα λουλούδια και τα δέντρα. Όμως εδώ έχουμε κι άλλα να πούμε για το Μάη, που προς στιγμήν τον ξεχάσαμε.
Ο Μάης κι όλοι οι μήνες έχουν κι από ένα κομμάτι του χρόνου κι όπως ο άνθρωπος έτσι κι αυτοί συχνά μπερδεύουν τα σύνορά τους κι αρχίζουν τη γκρίνια και τη φαγωμάρα. Ο Μάης με τον Απρίλη έχουν μια φαγωμάρα από τότε που αρχίζει να μετράει ο χρόνος. Και ποια λέτε να είναι η αιτία; Τα λουλούδια! Ο Απρίλης τα θέλει δικά του, σα σπορέας και τροφός. Εγώ τα έβγα-λα απ’ το σπόρο. Εγώ τα μεγάλωσα! Ο Μάης, πάλι, τα βλέπει σα μετανάστες που πέρασαν τα σύνορα και μπήκαν στο χώρο του κι αυτός με καμάρι τα δείχνει στους ανθρώπους και τους τραβάει κοντά του στις εξοχές. Άκου-σε ο άνθρωπος τη γκρίνια τους και δεν άργησε να καταλάβει πως σ’ αυτόν πέφτει το κουρέλι για να βάλλει τα πράματα στη θέση τους. Κι ύστερα από πολλή σκέψη, έκρινε σαν γενάρχης, που ήταν κι αυτός. Είπε, δηλαδή, πως κάθε πράμα στον κόσμο ανήκει σ’ εκείνον που το γεννάει. Αυτό είπε τότε κι έφτασε σ’ εμάς με την παροιμία: ο Μάης έχει τ’ όνομα κι ο Απρίλης τα λουλούδια. Εκείνο που δεν ξέρουμε είναι αν οι μήνες τον άκουσαν ή συνεχίζουν ακόμα τις γκρίνιες τους.
Ο Μάης ακόμα έχει να κάμει και με ένα γάιδαρο, που τ’ αφεντικό του τον άφηνε νηστικό κι αυτός γκρίνιαζε. Εκείνος πάλι τον ορμήνευε να κάνει υπομονή κι, όπου να ’ναι, θα ’ρθει ο Μάης να φάει μπόλικο τριφύλλι. Αυτό που έμεινε για τους ανικανοποίητους είναι το ζήσε Μάη, να φας τριφύλλι. Μένει να μάθουμε αν ο γάιδαρος άντεξε ως το Μάη ή το ’παθε σαν κι εκείνον του Χότζα, που μόλις τον έμαθε να μην τρώει, ψόφησε.
Το Μάη ο αγρότης τον ήθελε άβρεχο κι είχε και δύο παροιμίες σχετικές: «Μάης άβρεχος πλούτος άμετρος» και «Στον καταραμένο τόπο πάντα Μάη μήνα βρέχει». Βλέπεις το Μάη τα γεννήματα μέστωναν κι οι βροχές τα πλάγιαζαν. Τότε για θέρο δεν γίνονταν λόγος. Αν δεν είχαν σαπίσει τελείως, ταέκοβαν για τσαΐρι. Οι βροχές του Μάη ήταν κάτι σα βαριά κατάρα που έκανε καταραμένο και τον τόπο.
Έχουμε κάτι να πούμε ακόμα, πριν κλείσουμε. Το Μάη μήνα οι γάμοι ή-ταν έξω απ’ τις συνήθειες του τόπου. Όποιος το τολμούσε γίνονταν μόλογο που έτρεχε σ’ όλη τη γύρω περιοχή. Ακούς εκεί να παντρευτεί το Μάη! Χάθηκαν οι άλλοι μήνες! Γάιδαρος έγινε μωρέ! Τώρα γιατί ο Μάης κρίνονταν ακατάλληλος δεν το κατάλαβα. Πάντως στα χωριά μας έλεγαν πως Μάη μήνα παντρεύονται μόνο τα γαϊδούρια, που το ερωτικό τους πάθος βρίσκεται τότε σε έξαρση.
Πόσα μας είπε, πόσα μας θύμισε ο Μάης και πόσο μακριά απ’ όλα αυτά βρισκόμαστε σήμερα, που η ζωή μας, έγινε πρόβλημα άλυτο... θύμα κι αυτή του κάλπικου πολιτισμού και της μηχανολογικής εξέλιξης.

Σύνδεσμος Χρυσοβιτσάνων Ξηρομέρου " Τα Κόροντα "

Σχόλια